Τετάρτη, Δεκεμβρίου 21, 2011

Προσχηματική καταδίκη στο Ναυτοδικείο για ρατσιστικά συνθήματα

Χθες το Ναυτοδικείο Αθηνών καταδίκασε, σε μια αστεία ποινή 3 μηνών και 15 ημερών (με αναστολή, δηλαδή τίποτα), δύο από τους 39 κατηγορούμενους λιμενικούς, το άγημα των οποίων στην παρέλαση παρουσιάζεται σε ένα ερασιτεχνικό video κινητού να κραυγάζει μετά τη διάρκεια της παρέλασης ορισμένα ξενοφοβικά συνθήματα εναντίον Αλβανών, Σκοπιανών ("Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι ποτέ, το αίμα σου θα χύσουμε γουρούνι Αλβανε" και "τους λένε Αλβανούς, τους λένε Σκοπιανούς, τα ρούχα μου θα ράψω με δέρματα από αυτούς", "θα γίνει μακελειό, μετά θα εκδικηθώ, όταν θα προσκυνήσετε σημαία και σταυρό"). Σημειωτέον ότι πρόκειται για υπαλλήλους του Λιμενικού Σώματος κι όχι του Πολεμικού Ναυτικού. Το αιτιολογικό της αθώωσης των υπόλοιπων, λόγω αμφιβολιών, σύμφωνα με δημοσιεύματα, οφείλεται στο ότι δεν είναι ορατά τα πρόσωπά τους στο βίντεο. Διαβάζω, επίσης, στο δελτίο τύπου του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι που κινητοποίησε τις αρχές γι' αυτή την διαδικασία (αν και το αδίκημα είναι αυτεπάγγελτο) ότι το Δικαστήριο δέχθηκε μεν ότι τα συνθήματα είπε το άγημα, αλλά καταδίκασε μόνο δύο μέλη του αγήματος. Θα περιμένουμε να δούμε και την απόφαση, αλλά σ' εμένα οι δύο αυτές ταυτόχρονες παραδοχές φαίνονται αντιφατικές: αν τα συνθήματα ανέκραξε το άγημα, στο οποίο είναι δεδομένο ποιοι συμμετέχουν, τότε οι αμφιβολίες μάλλον θα έπρεπε να εκμηδενίζονται. Εν πάση περιπτώσει, όμως, in dubio pro reo και πρέπει να σεβαστούμε το τεκμήριο της αθωότητας όλων τους, μέχρι την τυχόν αμετάκλητη καταδίκη.

Η διαδικασία αυτή καταγγέλθηκε εξάλλου και από την πολιτική αγωγή, δηλαδή τους μηνυτές, οι οποίοι παραιτήθηκαν με έγγραφό τους στις 19 Δεκεμβρίου, καθώς αναφέρουν ότι δεν τηρήθηκαν οι εγγυήσεις για την προστασία της σωματικής τους ακεραιότητας. Στην ακροαματική διαδικασία υπήρχαν στο ακροατήριο εξτρεμιστές που απειλούσαν την ακεραιότητα μαρτύρων και συνηγόρων πολιτικής αγωγής, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να ασκηθούν επαρκώς τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους. Ενώ το δικαστήριο οφείλει να επιβάλλει την τάξη, ακόμη και διατάσσοντας συλλήψεις και δικάζοντας επί τόπου τους δράστες που τυχόν απειλούν, προσβάλλουν ή στρέφονται βίαια εναντίον παραγόντων της δίκης, καταγράφηκε ότι καμία από αυτές τις εγγυήσεις δεν τηρήθηκε, γεγονός που βεβαίως συνιστά μια κραυγαλέα παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και μια ακόμη πιθανή καταδίκη της χώρας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Αυτό είναι μια κατάντια για το επίπεδο της Δικαιοσύνης που δεν σχετίζεται όμως με έλλειψη υποδομών, με φορτωμένα πινάκια, στρεψοδικίες ή με οτιδήποτε άλλο, αλλά με δικαστές που απλώς απέχουν από την εφαρμογή του νόμου. Αν ο δικαστής δεν διατάσσει αμέσως την σύλληψη κάθε κακοποιού που διαταράσσει μια δίκαιη δίκη, είναι υπεύθυνος για παραβίαση ανθρώπινου δικαιώματος. Και κάποτε θα πρέπει όσοι οδηγούν την χώρα σε ευρωπαϊκές καταδίκες, να καταστούν οικονομικώς υπόλογοι για τις αποζημιώσεις που αναγκαζόμαστε τελικά να πληρώνουμε όλοι ως φορολογούμενοι.

Η ποινή είναι εφέσιμη (άρθρο 206 Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα) και είναι πολύ πιθανό, όπως γίνεται σχεδόν πάντα στις υποθέσεις που πρωτόδικα υπάρχει καταδίκη για παράβαση της αντιρατσιστικής νομοθεσίας, στην κατ' έφεση δίκη οι καταδικασθέντες να αθωωθούν. Ο Ν.927/1979 δεν έχει ευτυχήσει στα Ελληνικά δικαστήρια, γεγονός που επισημαίνουν όλοι οι διεθνείς οργανισμοί που ελέγχουν το επίπεδο προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην Ελλάδα.

Επί της ουσίας, και πέρα από τη νομική ανάλυση, θεωρώ ότι αυτού του είδους ο λόγος δεν έχει απολύτως κανένα στοιχείο Ελληνικότητας. Η εκδίκηση, το ρατσιστικό μίσος και η εχθρική κι αιμοσταγής έκφραση ουδέποτε αποτέλεσε ένα αναγνωρίσιμο πολιτισμικό στοιχείο της συμπεριφοράς των Ελλήνων και Ελληνίδων απέναντι στους γειτονικούς τους λαούς. Από την εγκύκλια εκπαίδευσή μας, διδαχθήκαμε ότι ένα κοινό εθνικό χαρακτηριστικό μας είναι η γενναιοδωρία και η πνευματικότητα, αποδίδοντας μονίμως σε άλλους τις απάνθρωπες πρακτικές. Αυτό, όμως, φαίνεται ότι πρόσφατα έχει αλλάξει. Ο μισαλλόδοξος λόγος δεν είναι μια περιθωριακή εξαίρεση, αλλά αντιθέτως αποτελεί την επίσημη στάση των δημόσιων λειτουργών στην Ελλάδα. Η αξιωματική αντιπολίτευση αντιτάσσεται στο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο (μολονότι η ίδια ως κυβέρνηση συναίνεσε στην ομόφωνη έκδοση της σχετικής απόφασης της Ε.Ε. το 2008), αρχηγοί πολιτικών κομμάτων προβαίνουν σε αντισημιτικές και ξενοφοβικές δηλώσεις ελεύθερα (κι ας επισημαίνει το Συμβούλιο της Ευρώπης ότι δεν έχουν ποτέ διωχθεί γι' αυτά), προϊστάμενοι θρησκευτικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου καταδικάζουν με απεχθείς εκφράσεις τον ομοερωτισμό ως ψυχική νόσο (κερδίζοντας και δίκες εναντίον ακτιβιστών που αντιδρούν οργισμένα), κρατικοί οργανισμοί απαγορεύουν τη μετάδοση ή την παρουσίαση από σκηνής φιλιών ανάμεσα σε άνδρες, στελέχη δημοσίων υπηρεσιών κραυγάζουν ξενοφοβικά συνθήματα σε παρελάσεις, επίσημοι εκπρόσωποι της Ελλάδας διαβεβαιώνουν διεθνείς οργανισμούς ότι "δεν υπάρχουν εξτρεμιστικές και νεοναζιστικές οργανώσεις στη Χώρα", συγγραφείς έργων που υπερασπίζονται το ναζιστικό καθεστώς αθωώνονται από ανώτατα δικαστήρια, εκδότες τέτοιων έργων εκλέγονται βουλευτές και μέλη της Κυβέρνησης, τηλεοπτικοί σταθμοί αρνούνται να μεταδόσουν προεκλογικά μηνύματα πολιτικών κομμάτων επειδή περιέχουν ξενόγλωσσο περιεχόμενο, ελεγκτικοί θεσμοί απευθύνουν συστάσεις σε ραδιοφωνικούς σταθμούς επειδή το πρόγραμμά τους δεν είναι 30% στα Ελληνικά, αστυνομικοί μιλούν με αρσενικές αντωνυμίες σε διεμφυλικά άτομα που προσέρχονται στη Βουλή για να καταθέσουν ψηφίσματα. Αυτή είναι η πραγματικότητα κι όλα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με την Ελλάδα και την εθνική ταυτότητα, τουλάχιστον όπως παραδίδεται στα πολιτισμικά μνημεία που γνωρίζουμε και που έχουν μια κεντρική θέση στο εκπαιδευτικό σύστημα.

Επομένως, για να επιστρέψω στα νομικά, ένας νόμος που τιμωρεί ποινικά αυτού του είδους τον κυρίαρχο ρατσιστικό λόγο είναι στην πραγματικότητα ένας νόμος που περιορίζει αυθαίρετες εξουσίες. Είναι ένας νόμος που στοχεύει κατ' αποτέλεσμα σε έναν πανταχού παρόντα εγκληματικό λόγο που εκφέρεται από άτομα που ασκούν δημόσια εξουσία. Σε αυτό το πλαίσιο ειδωμένος, αυτός ο νόμος στην πραγματικότητα διασφαλίζει ότι οι ασκούντες τη δημόσια εξουσία θα σέβονται όλους τους πολίτες, όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από εγγενεις ή άλλες, συνήθως μη μεταβαλλόμενες ιδιότητές τους. Είναι ένας νόμος κατά των αθέμιτων διακρίσεων που επιβάλλουν οι εξουσίες, άρα ένας νόμος υπέρ της ελευθερίας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και οι υποστηρικτές των αμερικάνικων διατάξεων για την ελευθερία του λόγου, στην περίπτωση της τέλεσης των αδικημάτων αυτών από δημόσιους λειτουργούς αναγνωρίζουν την ανάγκη τιμωρίας. Στο νέο νομοσχέδιο που έχει κατατεθεί ήδη στη Βουλή, η ιδιότητα του δράστη ως δημόσιου λειτουργού ή υπαλλήλου συνιστά "επιβαρυντική περίσταση" και επιβάλλεται και τιμώρησή τους κατά τις διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου.


2 σχόλια:

Ελληνικο Παρατηρητηριο των Συμφωνιων του Ελσινκι είπε...

"αν τα συνθήματα ανέκραξε το άγημα, στο οποίο είναι δεδομένο ποιοι συμμετέχουν, τότε οι αμφιβολίες μάλλον θα έπρεπε να εκμηδενίζονται"

αυτό ακριβώς ισχυρίσθηκε και ο εισαγγελέας επικαλούμενος μάλιστα σχετικά σύγγραμμα του Ανδρουλάκη

Ελληνικο Παρατηρητηριο των Συμφωνιων του Ελσινκι είπε...

Ο ΣΚΠ αναφέρει:

Άρθρο 206
1. Ο καταδικασμένος και ο εισαγγελέας μπορούν να ασκήσουν έφεση κατά των αποφάσεων:
α) Του τριμελούς στρατοδικείου υπό τις προϋποθέσεις της περίπτωσης α΄ του άρθρου 489 παρ. 1 ΚΠΔ, αν πρόκειται για πταίσμα και της περίπτωσης β΄, αν πρόκειται για πλημμέλημα ή αν επιβλήθηκε πρόσθετη στρατιωτική υπηρεσία τουλάχιστον ενός μηνός.
β) Του πενταμελούς στρατοδικείου αν ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε για κακούργημα, υπό τις προϋποθέσεις δε της περίπτωσης γ΄ του άρθρου 489 παρ.1 ΚΠΔ, αν καταδικάσθηκε για πλημμέλημα.
γ) Οποιουδήποτε στρατοδικείου που επέβαλε την ποινή της έκπτωσης ή οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται στέρηση βαθμού ή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων ή την έκτιση άλλης ποινής που είχε ανασταλεί και υπερέβαινε τους τρεις μήνες ή συνεπαγόταν τις παραπάνω στερήσεις.

Το 489.1β ΚΠΔ προβλέπει

«1. Εκείνος που καταδικάστηκε και ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση:


β) κατά της απόφασης του μονομελούς πλημμελειοδι­κείου αν με αυτήν καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε φυλάκιση πάνω από τρεις μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από χίλια ευρώ ή αν επιδικάστηκε εναντίον του οποιαδήποτε αποζημίωση και ικανοποίηση πάνω από διακόσια πενήντα ευρώ συνολικά ή αν καταδικάστηκε σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται τις στερήσεις και τις ανικανότητες που ορίζονται στην επόμενη περί­πτωση (στοιχείο γ') ή ακόμα αν συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από τρεις μήνες ή συνεπάγεται τα ίδια απο­τελέσματα,

γ) κατά της απόφασης του τριμελούς πλημμελειοδικεί­ου και της απόφασης του εφετείου για πλημμελήματα (άρθρα 111 παράγραφοι 6 και 116) αν με αυτή καταδικά­στηκε ο κατηγορούμενος σε ποινή φυλάκισης πάνω από πέντε μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από χίλια πε­ντακόσια ευρώ ή σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ή έκπτωση από δημόσια δημοτική ή κοινοτική υπηρεσία ή ανικανότητα διορισμού σε αυτήν ή σε ποινή που συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από πέντε μήνες ή που συνεπάγεται τις παραπάνω στερήσεις και ανικανότητες ή σε αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση προς τον πολιτικώς ενάγοντα πάνω από πεντακόσια ευρώ συνολικά,

άρα υπάρχει συνειδητή διάκριση υπέρ των δικαζόμενων από τριμελή στρατοδικεία στους οποίους το δικαίωμα έφεσης παρέχεται με όρους μονομελούς ποινικού δικαστηρίου, πέρα από το απαράδεκτο να είναι αρμοδιότητας ναυτοδικείων οι λιμενικοί και πολιτικών δικαστηρίων οι αστυνομικοί

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...